- προστρίβων
- προστρί̱βων , προστρίβωrub onpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
охоулѧти — ОХОУЛѦ|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Порочить, хулить: да възьмѣтьс˫а зависть. добра˫а ѡхѹл˫ающе. да мълчить ˫азыкъ гл҃ющи˫а сѹѥтьна˫а. (νεμεσῶν καὶ μώμους ἀεὶ προστρίβων) ЖФСт к. XII, 161 об; и ѿвѣща емѹ иеронъ. не стыдиши ли сѧ ѡхѹлѧ˫а ѡмира, иже по… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
ζήτημα — το (AM ζήτημα) [ζητώ]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.) 2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ τού μηδενός» γεννά αφορμές για… … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
Αρσένιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο Μέγας (354 μ.Χ. – ; 445 μ.Χ.). Ρωμαίος σοφός, διάκονος και παιδαγωγός των γιων του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πέθανε μοναχός στη λιβυκή σκήτη της Αφρικής. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαΐου και από τη… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Κλήμης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Σάρδεων. Από τον Απόστολο Παύλο αναφέρεται στην Προς Φιλιππησίους δ’ 3 επιστολή, ως ο πρώτος εθνικός που έγινε χριστιανός. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2.… … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek